ακουλούμιαστος

ακουλούμιαστος
η , ο не собранный в кучу

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ακουλούμιαστος" в других словарях:

  • ακουλούμιαστος — η, ο βλ. ακουμούλιαστος …   Dictionary of Greek

  • ακουμούλιαστος — η, ο και ακουλούμιαστος, αγος 1. αυτός που δεν εχει συσσωρευθεί σε κουλούμι* 2. εκείνος που δεν έχει σκαφτεί ώστε να σχηματιστούν μικροί σωροί από χώμα (αποδίδεται σε αμπέλια) 3. όποιος δεν έλαβε μέρος στα κούλουμα, στη γιορτή τής Καθαρής… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»