- ακουλούμιαστος
- η , ο не собранный в кучу
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακουλούμιαστος — η, ο βλ. ακουμούλιαστος … Dictionary of Greek
ακουμούλιαστος — η, ο και ακουλούμιαστος, αγος 1. αυτός που δεν εχει συσσωρευθεί σε κουλούμι* 2. εκείνος που δεν έχει σκαφτεί ώστε να σχηματιστούν μικροί σωροί από χώμα (αποδίδεται σε αμπέλια) 3. όποιος δεν έλαβε μέρος στα κούλουμα, στη γιορτή τής Καθαρής… … Dictionary of Greek